- ἐπιδένδριος
- ἐπιδένδρ-ιος, ον,A on or in the tree, [σῦκον] Jul.Ep.180p.393b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιδένδριος — ἐπιδένδριος, ον (Α) (για φρούτα) αυτός που βρίσκεται ακόμη πάνω στο δέντρο και δεν έχει κοπεί … Dictionary of Greek